- πρωραχθής
- -ές, Α(κατά τον Ησύχ.)1. ο φορτωμένος στην πλευρά τής πρώρας2. μτφ. (για γέροντα) αυτός που παρουσιάζει κλίση προς τα εμπρός, καμπούρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ανδρ-αχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek